αποχαρακτηρίζω
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποχαρακτηρίζω • (apocharaktirízo) (past αποχαρακτήρισα, passive αποχαρακτηρίζομαι, ppp αποχαρακτηρισμένος)
- (transitive) to declassify
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- αποχαρακτηρισμός m (apocharaktirismós, “declassification”)
Further reading
[edit]- αποχαρακτηρίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language