Jump to content

αποχαρακτηρισμός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποχαρακτηρισμός (apocharaktirismósm (plural αποχαρακτηρισμοί)

  1. declassification

Declension

[edit]
Declension of αποχαρακτηρισμός
singular plural
nominative αποχαρακτηρισμός (apocharaktirismós) αποχαρακτηρισμοί (apocharaktirismoí)
genitive αποχαρακτηρισμού (apocharaktirismoú) αποχαρακτηρισμών (apocharaktirismón)
accusative αποχαρακτηρισμό (apocharaktirismó) αποχαρακτηρισμούς (apocharaktirismoús)
vocative αποχαρακτηρισμέ (apocharaktirismé) αποχαρακτηρισμοί (apocharaktirismoí)
[edit]