αποχαρακτηρίζομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποχαρακτηρίζομαι • (apocharaktirízomai) passive (past αποχαρακτηρίστηκα, ppp αποχαρακτηρισμένος, active αποχαρακτηρίζω)
- passive of αποχαρακτηρίζω (apocharaktirízo)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form