Jump to content

αποφευκτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποφευκτός (apofefktósm (feminine αποφευκτή, neuter αποφευκτό)

  1. avoidable (capable of being avoided)

Declension

[edit]
Declension of αποφευκτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποφευκτος (apofefktos) αποφευκτη (apofefkti) αποφευκτο (apofefkto) αποφευκτοι (apofefktoi) αποφευκτες (apofefktes) αποφευκτα (apofefkta)
genitive αποφευκτου (apofefktou) αποφευκτης (apofefktis) αποφευκτου (apofefktou) αποφευκτων (apofefkton) αποφευκτων (apofefkton) αποφευκτων (apofefkton)
accusative αποφευκτο (apofefkto) αποφευκτη (apofefkti) αποφευκτο (apofefkto) αποφευκτους (apofefktous) αποφευκτες (apofefktes) αποφευκτα (apofefkta)
vocative αποφευκτε (apofefkte) αποφευκτη (apofefkti) αποφευκτο (apofefkto) αποφευκτοι (apofefktoi) αποφευκτες (apofefktes) αποφευκτα (apofefkta)

Antonyms

[edit]