Jump to content

αποτυχών

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποτυχών (apotychónm (feminine αποτυχούσα, neuter αποτυχόν)

  1. unsuccessful
    Αποτυχόν πραξικόπημα στην Τουρκία!Apotychón praxikópima stin Tourkía!Unsuccessful coup d'état in Turkey!

Declension

[edit]
Declension of αποτυχών
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποτυχών (apotychón) αποτυχούσα (apotychoúsa) αποτυχόν (apotychón) αποτυχόντες (apotychóntes) αποτυχούσες (apotychoúses) αποτυχόντα (apotychónta)
genitive αποτυχόντος (apotychóntos) αποτυχούσας (apotychoúsas)
αποτυχούσης (apotychoúsis)
αποτυχόντος (apotychóntos) αποτυχόντων (apotychónton) αποτυχουσών (apotychousón) αποτυχόντων (apotychónton)
accusative αποτυχόντα (apotychónta) αποτυχούσα (apotychoúsa) αποτυχόν (apotychón) αποτυχόντες (apotychóntes) αποτυχούσες (apotychoúses) αποτυχόντα (apotychónta)
vocative αποτυχών (apotychón) αποτυχούσα (apotychoúsa) αποτυχόν (apotychón) αποτυχόντες (apotychóntes) αποτυχούσες (apotychoúses) αποτυχόντα (apotychónta)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτυχών, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτυχών, etc.)

Antonyms

[edit]
[edit]