αποτυχία
Appearance
See also: ἀποτυχία
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀποτυχία (apotukhía) from the verb ἀποτυγχάνω (apotunkhánō). By surface analysis, απο- (apo-) + τύχ(η) (tých(i)) + -ία (-ía). See the ancient τύχη f (túkhē, “luck”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αποτυχία • (apotychía) f (plural αποτυχίες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποτυχία (apotychía) | αποτυχίες (apotychíes) |
genitive | αποτυχίας (apotychías) | αποτυχιών (apotychión) |
accusative | αποτυχία (apotychía) | αποτυχίες (apotychíes) |
vocative | αποτυχία (apotychía) | αποτυχίες (apotychíes) |
Antonyms
[edit]- επιτυχία f (epitychía, “success”)
Related terms
[edit]- ατυχία f (atychía, “misfortune”)
- αποτυχαίνω (apotychaíno, “to fail”), αποτυγχάνω (apotyncháno)
- αποτυχημένος (apotychiménos, “failed”, participle)
- επιτυχία f (epitychía, “success”)
- κακοτυχία f (kakotychía, “bad luck”)
- τυχερός (tycherós, “lucky”)
- and see: τύχη f (týchi, “luck”)