Jump to content

αποτελμάτωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποτελμάτωση (apotelmátosif (plural αποτελματώσεις)

  1. stagnation

Declension

[edit]
Declension of αποτελμάτωση
singular plural
nominative αποτελμάτωση (apotelmátosi) αποτελματώσεις (apotelmatóseis)
genitive αποτελμάτωσης (apotelmátosis) αποτελματώσεων (apotelmatóseon)
accusative αποτελμάτωση (apotelmátosi) αποτελματώσεις (apotelmatóseis)
vocative αποτελμάτωση (apotelmátosi) αποτελματώσεις (apotelmatóseis)

Older or formal genitive singular: αποτελματώσεως (apotelmatóseos)

[edit]

Further reading

[edit]