αποτελμάτωση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποτελμάτωση • (apotelmátosi) f (plural αποτελματώσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποτελμάτωση (apotelmátosi) | αποτελματώσεις (apotelmatóseis) |
genitive | αποτελμάτωσης (apotelmátosis) | αποτελματώσεων (apotelmatóseon) |
accusative | αποτελμάτωση (apotelmátosi) | αποτελματώσεις (apotelmatóseis) |
vocative | αποτελμάτωση (apotelmátosi) | αποτελματώσεις (apotelmatóseis) |
Older or formal genitive singular: αποτελματώσεως (apotelmatóseos)
Related terms
[edit]- αποτελματώνω (apotelmatóno, “to stagnate”)
Further reading
[edit]- αποτελμάτωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language