αποτελματώνω
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποτελματώνω • (apotelmatóno) (past αποτελμάτωσα, passive αποτελματώνομαι, ppp αποτελματωμένος)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- αποτελμάτωση f (apotelmátosi, “stagnation”)
Further reading
[edit]- αποτελματώνω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language