Jump to content

αποτελεσματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποτελεσματικός (apotelesmatikósm (feminine αποτελεσματική, neuter αποτελεσματικό)

  1. effective, efficient

Declension

[edit]
Declension of αποτελεσματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποτελεσματικός (apotelesmatikós) αποτελεσματική (apotelesmatikí) αποτελεσματικό (apotelesmatikó) αποτελεσματικοί (apotelesmatikoí) αποτελεσματικές (apotelesmatikés) αποτελεσματικά (apotelesmatiká)
genitive αποτελεσματικού (apotelesmatikoú) αποτελεσματικής (apotelesmatikís) αποτελεσματικού (apotelesmatikoú) αποτελεσματικών (apotelesmatikón) αποτελεσματικών (apotelesmatikón) αποτελεσματικών (apotelesmatikón)
accusative αποτελεσματικό (apotelesmatikó) αποτελεσματική (apotelesmatikí) αποτελεσματικό (apotelesmatikó) αποτελεσματικούς (apotelesmatikoús) αποτελεσματικές (apotelesmatikés) αποτελεσματικά (apotelesmatiká)
vocative αποτελεσματικέ (apotelesmatiké) αποτελεσματική (apotelesmatikí) αποτελεσματικό (apotelesmatikó) αποτελεσματικοί (apotelesmatikoí) αποτελεσματικές (apotelesmatikés) αποτελεσματικά (apotelesmatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτελεσματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτελεσματικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποτελεσματικότερος (apotelesmatikóteros) αποτελεσματικότερη (apotelesmatikóteri) αποτελεσματικότερο (apotelesmatikótero) αποτελεσματικότεροι (apotelesmatikóteroi) αποτελεσματικότερες (apotelesmatikóteres) αποτελεσματικότερα (apotelesmatikótera)
genitive αποτελεσματικότερου (apotelesmatikóterou) αποτελεσματικότερης (apotelesmatikóteris) αποτελεσματικότερου (apotelesmatikóterou) αποτελεσματικότερων (apotelesmatikóteron) αποτελεσματικότερων (apotelesmatikóteron) αποτελεσματικότερων (apotelesmatikóteron)
accusative αποτελεσματικότερο (apotelesmatikótero) αποτελεσματικότερη (apotelesmatikóteri) αποτελεσματικότερο (apotelesmatikótero) αποτελεσματικότερους (apotelesmatikóterous) αποτελεσματικότερες (apotelesmatikóteres) αποτελεσματικότερα (apotelesmatikótera)
vocative αποτελεσματικότερε (apotelesmatikótere) αποτελεσματικότερη (apotelesmatikóteri) αποτελεσματικότερο (apotelesmatikótero) αποτελεσματικότεροι (apotelesmatikóteroi) αποτελεσματικότερες (apotelesmatikóteres) αποτελεσματικότερα (apotelesmatikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αποτελεσματικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποτελεσματικότατος (apotelesmatikótatos) αποτελεσματικότατη (apotelesmatikótati) αποτελεσματικότατο (apotelesmatikótato) αποτελεσματικότατοι (apotelesmatikótatoi) αποτελεσματικότατες (apotelesmatikótates) αποτελεσματικότατα (apotelesmatikótata)
genitive αποτελεσματικότατου (apotelesmatikótatou) αποτελεσματικότατης (apotelesmatikótatis) αποτελεσματικότατου (apotelesmatikótatou) αποτελεσματικότατων (apotelesmatikótaton) αποτελεσματικότατων (apotelesmatikótaton) αποτελεσματικότατων (apotelesmatikótaton)
accusative αποτελεσματικότατο (apotelesmatikótato) αποτελεσματικότατη (apotelesmatikótati) αποτελεσματικότατο (apotelesmatikótato) αποτελεσματικότατους (apotelesmatikótatous) αποτελεσματικότατες (apotelesmatikótates) αποτελεσματικότατα (apotelesmatikótata)
vocative αποτελεσματικότατε (apotelesmatikótate) αποτελεσματικότατη (apotelesmatikótati) αποτελεσματικότατο (apotelesmatikótato) αποτελεσματικότατοι (apotelesmatikótatoi) αποτελεσματικότατες (apotelesmatikótates) αποτελεσματικότατα (apotelesmatikótata)
[edit]