Jump to content

αποτέλεσμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποτέλεσμα (apotélesman (plural αποτελέσματα)

  1. result, outcome (sport, election, etc)
    τα αποτελέσματα του τεστta apotelésmata tou testthe test results
  2. effect

Declension

[edit]
Declension of αποτέλεσμα
singular plural
nominative αποτέλεσμα (apotélesma) αποτελέσματα (apotelésmata)
genitive αποτελέσματος (apotelésmatos) αποτελεσμάτων (apotelesmáton)
accusative αποτέλεσμα (apotélesma) αποτελέσματα (apotelésmata)
vocative αποτέλεσμα (apotélesma) αποτελέσματα (apotelésmata)

Derived terms

[edit]