αποστράγγισμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποστράγγισμα • (apostrángisma) n (plural αποστραγγίσματα)
- drainage, draining, ditch
- Synonym: αποστράγγιση (apostrángisi)
Declension
[edit]Declension of αποστράγγισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποστράγγισμα • | αποστραγγίσματα • |
genitive | αποστραγγίσματος • | αποστραγγισμάτων • |
accusative | αποστράγγισμα • | αποστραγγίσματα • |
vocative | αποστράγγισμα • | αποστραγγίσματα • |
Related terms
[edit]- see: αποστραγγίζω (apostrangízo, “to drain”)