Jump to content

αποστράγγισμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποστράγγισμα (apostrángisman (plural αποστραγγίσματα)

  1. drainage, draining, ditch
    Synonym: αποστράγγιση (apostrángisi)

Declension

[edit]
Declension of αποστράγγισμα
singular plural
nominative αποστράγγισμα (apostrángisma) αποστραγγίσματα (apostrangísmata)
genitive αποστραγγίσματος (apostrangísmatos) αποστραγγισμάτων (apostrangismáton)
accusative αποστράγγισμα (apostrángisma) αποστραγγίσματα (apostrangísmata)
vocative αποστράγγισμα (apostrángisma) αποστραγγίσματα (apostrangísmata)
[edit]