αποστράγγιση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποστράγγιση • (apostrángisi) f (plural αποστραγγίσεις)
- drainage, draining, ditch
- Synonym: αποστράγγισμα (apostrángisma)
Declension
[edit]Declension of αποστράγγιση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποστράγγιση • | αποστραγγίσεις • | |
genitive | αποστράγγισης • | αποστραγγίσεων • | |
accusative | αποστράγγιση • | αποστραγγίσεις • | |
vocative | αποστράγγιση • | αποστραγγίσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποστραγγίσεως • |
Related terms
[edit]- see: αποστραγγίζω (apostrangízo, “to drain”)
Further reading
[edit]- αποστράγγιση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language