From Wiktionary, the free dictionary
Learnedly from απο- ( apo- ) + σταθεροποιώ ( statheropoió ) , a calque of English destabilize .[ 1]
IPA (key ) : /a.po.sta.θe.ɾo.piˈo/
Hyphenation: α‧πο‧στα‧θε‧ρο‧ποι‧ώ
αποσταθεροποιώ • (apostatheropoió ) (past αποσταθεροποίησα , passive αποσταθεροποιούμαι , ppp αποσταθεροποιημένος )
to destabilise ( UK ) , destabilize ( US )
αποσταθεροποιώ , αποσταθεροποιούμαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποσταθεροποιώ
αποσταθεροποιήσω
αποσταθεροποιούμαι
αποσταθεροποιηθώ
2 sg
αποσταθεροποιείς
αποσταθεροποιήσεις
αποσταθεροποιείσαι
αποσταθεροποιηθείς
3 sg
αποσταθεροποιεί
αποσταθεροποιήσει
αποσταθεροποιείται
αποσταθεροποιηθεί
1 pl
αποσταθεροποιούμε
αποσταθεροποιήσουμε , [-ομε ]
αποσταθεροποιούμαστε , αποσταθεροποιόμαστε
αποσταθεροποιηθούμε
2 pl
αποσταθεροποιείτε
αποσταθεροποιήσετε
αποσταθεροποιείστε , (αποσταθεροποιόσαστε )
αποσταθεροποιηθείτε
3 pl
αποσταθεροποιούν (ε )
αποσταθεροποιήσουν (ε )
αποσταθεροποιούνται
αποσταθεροποιηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποσταθεροποιούσα
αποσταθεροποίησα
αποσταθεροποιούμουν (α ), αποσταθεροποιόμουν (α )
αποσταθεροποιήθηκα
2 sg
αποσταθεροποιούσες
αποσταθεροποίησες
[αποσταθεροποιούσουν (α )], αποσταθεροποιόσουν (α )
αποσταθεροποιήθηκες
3 sg
αποσταθεροποιούσε
αποσταθεροποίησε
αποσταθεροποιούνταν , αποσταθεροποιόταν (ε ), {αποσταθεροποιείτο }
αποσταθεροποιήθηκε
1 pl
αποσταθεροποιούσαμε
αποσταθεροποιήσαμε
αποσταθεροποιούμασταν , (‑ούμαστε ), αποσταθεροποιόμασταν , (‑όμαστε )
αποσταθεροποιηθήκαμε
2 pl
αποσταθεροποιούσατε
αποσταθεροποιήσατε
[αποσταθεροποιούσασταν , (‑ούσαστε )], αποσταθεροποιόσασταν , (‑όσαστε )
αποσταθεροποιηθήκατε
3 pl
αποσταθεροποιούσαν (ε )
αποσταθεροποίησαν , αποσταθεροποιήσαν (ε )
αποσταθεροποιούνταν , αποσταθεροποιόνταν (ε ), (αποσταθεροποιόντουσαν ), {αποσταθεροποιούντο }
αποσταθεροποιήθηκαν , αποσταθεροποιηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποσταθεροποιώ ➤
θα αποσταθεροποιήσω ➤
θα αποσταθεροποιούμαι ➤
θα αποσταθεροποιηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποσταθεροποιείς , …
θα αποσταθεροποιήσεις , …
θα αποσταθεροποιείσαι , …
θα αποσταθεροποιηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποσταθεροποιήσει έχω, έχεις, … αποσταθεροποιημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποσταθεροποιηθεί είμαι , είσαι , … αποσταθεροποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποσταθεροποιήσει είχα, είχες, … αποσταθεροποιημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποσταθεροποιηθεί ήμουν , ήσουν , … αποσταθεροποιημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … αποσταθεροποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αποσταθεροποιημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποσταθεροποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποσταθεροποιημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
αποσταθεροποίησε
—
αποσταθεροποιήσου
2 pl
αποσταθεροποιείτε
αποσταθεροποιήστε
αποσταθεροποιείστε
αποσταθεροποιηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποσταθεροποιώντας ➤
αποσταθεροποιούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας αποσταθεροποιήσει ➤
αποσταθεροποιημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποσταθεροποιήσει
αποσταθεροποιηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.