αποσταθεροποιήθηκα
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποσταθεροποιήθηκα • (apostatheropoiíthika)
- first-person singular simple past passive of αποσταθεροποιούμαι (apostatheropoioúmai), the passive of αποσταθεροποιώ (apostatheropoió)
αποσταθεροποιήθηκα • (apostatheropoiíthika)