αποσμητικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποσμητικός • (aposmitikós) m (feminine αποσμητική, neuter αποσμητικό)
- deodorant, antiperspirant, deodorising (UK), deodorizing (US)
- Synonyms: ανθιδρωτικός (anthidrotikós), αντιιδρωτικός (antiidrotikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποσμητικός (aposmitikós) | αποσμητική (aposmitikí) | αποσμητικό (aposmitikó) | αποσμητικοί (aposmitikoí) | αποσμητικές (aposmitikés) | αποσμητικά (aposmitiká) | |
genitive | αποσμητικού (aposmitikoú) | αποσμητικής (aposmitikís) | αποσμητικού (aposmitikoú) | αποσμητικών (aposmitikón) | αποσμητικών (aposmitikón) | αποσμητικών (aposmitikón) | |
accusative | αποσμητικό (aposmitikó) | αποσμητική (aposmitikí) | αποσμητικό (aposmitikó) | αποσμητικούς (aposmitikoús) | αποσμητικές (aposmitikés) | αποσμητικά (aposmitiká) | |
vocative | αποσμητικέ (aposmitiké) | αποσμητική (aposmitikí) | αποσμητικό (aposmitikó) | αποσμητικοί (aposmitikoí) | αποσμητικές (aposmitikés) | αποσμητικά (aposmitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποσμητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποσμητικός, etc.)
Related terms
[edit]- αποσμητικό n (aposmitikó, “deodorant”)
Further reading
[edit]- αποσμητικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language