Jump to content

αποσμητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποσμητικός (aposmitikósm (feminine αποσμητική, neuter αποσμητικό)

  1. deodorant, antiperspirant, deodorising (UK), deodorizing (US)
    Synonyms: ανθιδρωτικός (anthidrotikós), αντιιδρωτικός (antiidrotikós)

Declension

[edit]
Declension of αποσμητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποσμητικός (aposmitikós) αποσμητική (aposmitikí) αποσμητικό (aposmitikó) αποσμητικοί (aposmitikoí) αποσμητικές (aposmitikés) αποσμητικά (aposmitiká)
genitive αποσμητικού (aposmitikoú) αποσμητικής (aposmitikís) αποσμητικού (aposmitikoú) αποσμητικών (aposmitikón) αποσμητικών (aposmitikón) αποσμητικών (aposmitikón)
accusative αποσμητικό (aposmitikó) αποσμητική (aposmitikí) αποσμητικό (aposmitikó) αποσμητικούς (aposmitikoús) αποσμητικές (aposmitikés) αποσμητικά (aposmitiká)
vocative αποσμητικέ (aposmitiké) αποσμητική (aposmitikí) αποσμητικό (aposmitikó) αποσμητικοί (aposmitikoí) αποσμητικές (aposmitikés) αποσμητικά (aposmitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποσμητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποσμητικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]