Jump to content

αντιιδρωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-) +‎ ιδρωτικός (idrotikós)

Adjective

[edit]

αντιιδρωτικός (antiidrotikósm (feminine αντιιδρωτική, neuter αντιιδρωτικό)

  1. antiperspirant
    Synonym: ανθιδρωτικός (anthidrotikós)
  2. (as a noun) antiperspirant

Declension

[edit]
Declension of αντιιδρωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιιδρωτικός (antiidrotikós) αντιιδρωτική (antiidrotikí) αντιιδρωτικό (antiidrotikó) αντιιδρωτικοί (antiidrotikoí) αντιιδρωτικές (antiidrotikés) αντιιδρωτικά (antiidrotiká)
genitive αντιιδρωτικού (antiidrotikoú) αντιιδρωτικής (antiidrotikís) αντιιδρωτικού (antiidrotikoú) αντιιδρωτικών (antiidrotikón) αντιιδρωτικών (antiidrotikón) αντιιδρωτικών (antiidrotikón)
accusative αντιιδρωτικό (antiidrotikó) αντιιδρωτική (antiidrotikí) αντιιδρωτικό (antiidrotikó) αντιιδρωτικούς (antiidrotikoús) αντιιδρωτικές (antiidrotikés) αντιιδρωτικά (antiidrotiká)
vocative αντιιδρωτικέ (antiidrotiké) αντιιδρωτική (antiidrotikí) αντιιδρωτικό (antiidrotikó) αντιιδρωτικοί (antiidrotikoí) αντιιδρωτικές (antiidrotikés) αντιιδρωτικά (antiidrotiká)

Coordinate terms

[edit]