αποπληρωμή
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποπληρωμή • (apopliromí) f (plural αποπληρωμές)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποπληρωμή (apopliromí) | αποπληρωμές (apopliromés) |
genitive | αποπληρωμής (apopliromís) | αποπληρωμών (apopliromón) |
accusative | αποπληρωμή (apopliromí) | αποπληρωμές (apopliromés) |
vocative | αποπληρωμή (apopliromí) | αποπληρωμές (apopliromés) |
Related terms
[edit]- αποπληρώνω (apopliróno, “to pay in full”)
Further reading
[edit]- αποπληρωμή, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language