Jump to content

αποπληρωμή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποπληρωμή (apopliromíf (plural αποπληρωμές)

  1. payment in full
  2. settlement, reimbursement

Declension

[edit]
Declension of αποπληρωμή
singular plural
nominative αποπληρωμή (apopliromí) αποπληρωμές (apopliromés)
genitive αποπληρωμής (apopliromís) αποπληρωμών (apopliromón)
accusative αποπληρωμή (apopliromí) αποπληρωμές (apopliromés)
vocative αποπληρωμή (apopliromí) αποπληρωμές (apopliromés)
[edit]

Further reading

[edit]