Jump to content

απονενοημένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἀπονενοημένος (aponenoēménos).

Adjective

[edit]

απονενοημένος (aponenoïménosm (feminine απονενοημένη, neuter απονενοημένο)

  1. desperate
    απονενοημένο διάβημαaponenoïméno diávimadesperate deed; suicide

Declension

[edit]
Declension of απονενοημένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απονενοημένος (aponenoïménos) απονενοημένη (aponenoïméni) απονενοημένο (aponenoïméno) απονενοημένοι (aponenoïménoi) απονενοημένες (aponenoïménes) απονενοημένα (aponenoïména)
genitive απονενοημένου (aponenoïménou) απονενοημένης (aponenoïménis) απονενοημένου (aponenoïménou) απονενοημένων (aponenoïménon) απονενοημένων (aponenoïménon) απονενοημένων (aponenoïménon)
accusative απονενοημένο (aponenoïméno) απονενοημένη (aponenoïméni) απονενοημένο (aponenoïméno) απονενοημένους (aponenoïménous) απονενοημένες (aponenoïménes) απονενοημένα (aponenoïména)
vocative απονενοημένε (aponenoïméne) απονενοημένη (aponenoïméni) απονενοημένο (aponenoïméno) απονενοημένοι (aponenoïménoi) απονενοημένες (aponenoïménes) απονενοημένα (aponenoïména)

Further reading

[edit]