απομεινάρι
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απομεινάρι • (apomeinári) n (plural απομεινάρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απομεινάρι (apomeinári) | απομεινάρια (apomeinária) |
genitive | απομειναριού (apomeinarioú) | απομειναριών (apomeinarión) |
accusative | απομεινάρι (apomeinári) | απομεινάρια (apomeinária) |
vocative | απομεινάρι (apomeinári) | απομεινάρια (apomeinária) |
Related terms
[edit]- απομένω (apoméno, “to remain”)
Further reading
[edit]- απομεινάρι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απομεινάρι, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language