Jump to content

απομεινάρι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απομεινάρι (apomeinárin (plural απομεινάρια)

  1. balance, remnant
  2. (colloquial, in the plural) leftovers, scraps (food, etc)

Declension

[edit]
singular plural
nominative απομεινάρι (apomeinári) απομεινάρια (apomeinária)
genitive απομειναριού (apomeinarioú) απομειναριών (apomeinarión)
accusative απομεινάρι (apomeinári) απομεινάρια (apomeinária)
vocative απομεινάρι (apomeinári) απομεινάρια (apomeinária)
[edit]

Further reading

[edit]