απολυμαντικό
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απολυμαντικό • (apolymantikó) n (plural απολυμαντικά)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απολυμαντικό (apolymantikó) | απολυμαντικά (apolymantiká) |
genitive | απολυμαντικού (apolymantikoú) | απολυμαντικών (apolymantikón) |
accusative | απολυμαντικό (apolymantikó) | απολυμαντικά (apolymantiká) |
vocative | απολυμαντικό (apolymantikó) | απολυμαντικά (apolymantiká) |
Related terms
[edit]- see: απολυμαίνω (apolymaíno, “I disinfect”)
Adjective
[edit]απολυμαντικό • (apolymantikó)
- Accusative masculine singular form of απολυμαντικός (apolymantikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of απολυμαντικός (apolymantikós).
Further reading
[edit]- απολυμαντικό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απολυμαντικό, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language