Jump to content

απολυμαντικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απολυμαντικό (apolymantikón (plural απολυμαντικά)

  1. disinfectant

Declension

[edit]
singular plural
nominative απολυμαντικό (apolymantikó) απολυμαντικά (apolymantiká)
genitive απολυμαντικού (apolymantikoú) απολυμαντικών (apolymantikón)
accusative απολυμαντικό (apolymantikó) απολυμαντικά (apolymantiká)
vocative απολυμαντικό (apolymantikó) απολυμαντικά (apolymantiká)
[edit]

Adjective

[edit]

απολυμαντικό (apolymantikó)

  1. Accusative masculine singular form of απολυμαντικός (apolymantikós).
  2. Nominative, accusative and vocative neuter singular form of απολυμαντικός (apolymantikós).

Further reading

[edit]