From Wiktionary, the free dictionary
απολυμαίνω • (apolymaíno ) (past απολύμανα , passive απολυμαίνομαι )
to disinfect , sanitise ( UK ) , sanitize ( US )
to clean
απολυμαίνω απολυμαίνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
απολυμαίνω
απολυμάνω
απολυμαίνομαι
απολυμανθώ
2 sg
απολυμαίνεις
απολυμάνεις
απολυμαίνεσαι
απολυμανθείς
3 sg
απολυμαίνει
απολυμάνει
απολυμαίνεται
απολυμανθεί
1 pl
απολυμαίνουμε , [‑ομε ]
απολυμάνουμε , [‑ομε ]
απολυμαινόμαστε
απολυμανθούμε
2 pl
απολυμαίνετε
απολυμάνετε
απολυμαίνεστε , απολυμαινόσαστε
απολυμανθείτε
3 pl
απολυμαίνουν (ε )
απολυμάνουν (ε )
απολυμαίνονται
απολυμανθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
απολύμαινα
απολύμανα
απολυμαινόμουν (α )
απολυμάνθηκα
2 sg
απολύμαινες
απολύμανες
απολυμαινόσουν (α )
απολυμάνθηκες
3 sg
απολύμαινε
απολύμανε
απολυμαινόταν (ε )
απολυμάνθηκε
1 pl
απολυμαίναμε
απολυμάναμε
απολυμαινόμασταν , (‑όμαστε )
απολυμανθήκαμε
2 pl
απολυμαίνατε
απολυμάνατε
απολυμαινόσασταν , (‑όσαστε )
απολυμανθήκατε
3 pl
απολύμαιναν , απολυμαίναν (ε )
απολύμαναν , απολυμάναν (ε )
απολυμαίνονταν , (απολυμαινόντουσαν )
απολυμάνθηκαν , απολυμανθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα απολυμαίνω ➤
θα απολυμάνω ➤
θα απολυμαίνομαι ➤
θα απολυμανθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα απολυμαίνεις , …
θα απολυμάνεις , …
θα απολυμαίνεσαι , …
θα απολυμανθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … απολυμάνει έχω, έχεις, … απολυμασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … απολυμανθεί είμαι , είσαι , … απολυμασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … απολυμάνει είχα, είχες, … απολυμασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … απολυμανθεί ήμουν , ήσουν , … απολυμασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … απολυμάνει θα έχω, θα έχεις, … απολυμασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … απολυμανθεί θα είμαι, θα είσαι, … απολυμασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
απολύμαινε
απολύμανε
—
απολυμάνσου
2 pl
απολυμαίνετε
απολυμάνετε
απολυμαίνεστε
απολυμανθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
απολυμαίνοντας ➤
απολυμαινόμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας απολυμάνει ➤
απολυμασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
απολυμάνει
απολυμανθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.