Jump to content

αποκοιμιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποκοιμιστικός (apokoimistikósm (feminine αποκοιμιστική, neuter αποκοιμιστικό)

  1. soporific
  2. (figuratively) beguiling

Declension

[edit]
Declension of αποκοιμιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκοιμιστικός (apokoimistikós) αποκοιμιστική (apokoimistikí) αποκοιμιστικό (apokoimistikó) αποκοιμιστικοί (apokoimistikoí) αποκοιμιστικές (apokoimistikés) αποκοιμιστικά (apokoimistiká)
genitive αποκοιμιστικού (apokoimistikoú) αποκοιμιστικής (apokoimistikís) αποκοιμιστικού (apokoimistikoú) αποκοιμιστικών (apokoimistikón) αποκοιμιστικών (apokoimistikón) αποκοιμιστικών (apokoimistikón)
accusative αποκοιμιστικό (apokoimistikó) αποκοιμιστική (apokoimistikí) αποκοιμιστικό (apokoimistikó) αποκοιμιστικούς (apokoimistikoús) αποκοιμιστικές (apokoimistikés) αποκοιμιστικά (apokoimistiká)
vocative αποκοιμιστικέ (apokoimistiké) αποκοιμιστική (apokoimistikí) αποκοιμιστικό (apokoimistikó) αποκοιμιστικοί (apokoimistikoí) αποκοιμιστικές (apokoimistikés) αποκοιμιστικά (apokoimistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκοιμιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκοιμιστικός, etc.)

[edit]