αποκοιμιστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποκοιμιστικός • (apokoimistikós) m (feminine αποκοιμιστική, neuter αποκοιμιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποκοιμιστικός (apokoimistikós) | αποκοιμιστική (apokoimistikí) | αποκοιμιστικό (apokoimistikó) | αποκοιμιστικοί (apokoimistikoí) | αποκοιμιστικές (apokoimistikés) | αποκοιμιστικά (apokoimistiká) | |
genitive | αποκοιμιστικού (apokoimistikoú) | αποκοιμιστικής (apokoimistikís) | αποκοιμιστικού (apokoimistikoú) | αποκοιμιστικών (apokoimistikón) | αποκοιμιστικών (apokoimistikón) | αποκοιμιστικών (apokoimistikón) | |
accusative | αποκοιμιστικό (apokoimistikó) | αποκοιμιστική (apokoimistikí) | αποκοιμιστικό (apokoimistikó) | αποκοιμιστικούς (apokoimistikoús) | αποκοιμιστικές (apokoimistikés) | αποκοιμιστικά (apokoimistiká) | |
vocative | αποκοιμιστικέ (apokoimistiké) | αποκοιμιστική (apokoimistikí) | αποκοιμιστικό (apokoimistikó) | αποκοιμιστικοί (apokoimistikoí) | αποκοιμιστικές (apokoimistikés) | αποκοιμιστικά (apokoimistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκοιμιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκοιμιστικός, etc.)
Related terms
[edit]- see: αποκοιμίζω (apokoimízo, “I beguile, I send to sleep”)