αποκοιμισμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποκοιμισμένος • (apokoimisménos) m (feminine αποκοιμισμένη, neuter αποκοιμισμένο)
- sleeping, asleep, dozy
- (figuratively) dozy (mentally challenged)
Declension
[edit]Declension of αποκοιμισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκοιμισμένος • | αποκοιμισμένη • | αποκοιμισμένο • | αποκοιμισμένοι • | αποκοιμισμένες • | αποκοιμισμένα • |
genitive | αποκοιμισμένου • | αποκοιμισμένης • | αποκοιμισμένου • | αποκοιμισμένων • | αποκοιμισμένων • | αποκοιμισμένων • |
accusative | αποκοιμισμένο • | αποκοιμισμένη • | αποκοιμισμένο • | αποκοιμισμένους • | αποκοιμισμένες • | αποκοιμισμένα • |
vocative | αποκοιμισμένε • | αποκοιμισμένη • | αποκοιμισμένο • | αποκοιμισμένοι • | αποκοιμισμένες • | αποκοιμισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκοιμισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκοιμισμένος, etc.) |
Related terms
[edit]- see: αποκοιμίζω (apokoimízo, “I beguile, I send to sleep”)