From Wiktionary, the free dictionary
IPA (key ) : /a.po.zi.miˈo.no/
Hyphenation: α‧πο‧ζη‧μι‧ώ‧νω
αποζημιώνω • (apozimióno ) (past αποζημίωσα , passive αποζημιώνομαι )
to compensate , recompense , reward
αποζημιώνω αποζημιώνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
αποζημιώνω
αποζημιώσω
αποζημιώνομαι
αποζημιωθώ
2 sg
αποζημιώνεις
αποζημιώσεις
αποζημιώνεσαι
αποζημιωθείς
3 sg
αποζημιώνει
αποζημιώσει
αποζημιώνεται
αποζημιωθεί
1 pl
αποζημιώνουμε , [‑ομε ]
αποζημιώσουμε , [‑ομε ]
αποζημιωνόμαστε
αποζημιωθούμε
2 pl
αποζημιώνετε
αποζημιώσετε
αποζημιώνεστε , αποζημιωνόσαστε
αποζημιωθείτε
3 pl
αποζημιώνουν (ε )
αποζημιώσουν (ε )
αποζημιώνονται
αποζημιωθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
αποζημίωνα
αποζημίωσα
αποζημιωνόμουν (α )
αποζημιώθηκα
2 sg
αποζημίωνες
αποζημίωσες
αποζημιωνόσουν (α )
αποζημιώθηκες
3 sg
αποζημίωνε
αποζημίωσε
αποζημιωνόταν (ε )
αποζημιώθηκε
1 pl
αποζημιώναμε
αποζημιώσαμε
αποζημιωνόμασταν , (‑όμαστε )
αποζημιωθήκαμε
2 pl
αποζημιώνατε
αποζημιώσατε
αποζημιωνόσασταν , (‑όσαστε )
αποζημιωθήκατε
3 pl
αποζημίωναν , αποζημιώναν (ε )
αποζημίωσαν , αποζημιώσαν (ε )
αποζημιώνονταν , (αποζημιωνόντουσαν )
αποζημιώθηκαν , αποζημιωθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα αποζημιώνω ➤
θα αποζημιώσω ➤
θα αποζημιώνομαι ➤
θα αποζημιωθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα αποζημιώνεις , …
θα αποζημιώσεις , …
θα αποζημιώνεσαι , …
θα αποζημιωθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … αποζημιώσει έχω, έχεις, … αποζημιωμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … αποζημιωθεί είμαι , είσαι , … αποζημιωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … αποζημιώσει είχα, είχες, … αποζημιωμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … αποζημιωθεί ήμουν , ήσουν , … αποζημιωμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … αποζημιώσει θα έχω, θα έχεις, … αποζημιωμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … αποζημιωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποζημιωμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
αποζημίωνε
αποζημίωσε
—
αποζημιώσου
2 pl
αποζημιώνετε
αποζημιώστε
αποζημιώνεστε
αποζημιωθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
αποζημιώνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας αποζημιώσει ➤
αποζημιωμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
αποζημιώσει
αποζημιωθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.