αποζημίωση

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποζημίωση (apozimíosif (plural αποζημιώσεις)

  1. compensation

Declension

[edit]
singular plural
nominative αποζημίωση (apozimíosi) αποζημιώσεις (apozimióseis)
genitive αποζημίωσης (apozimíosis) αποζημιώσεων (apozimióseon)
accusative αποζημίωση (apozimíosi) αποζημιώσεις (apozimióseis)
vocative αποζημίωση (apozimíosi) αποζημιώσεις (apozimióseis)

Older or formal genitive singular: αποζημιώσεως (apozimióseos)

[edit]