Jump to content

αποδοτικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αποδοτικός (apodotikós, efficient, productive) +‎ -ότητα (-ótita, -ity, -ness).

Noun

[edit]

αποδοτικότητα (apodotikótitaf (plural αποδοτικότητες)

  1. performance, productivity, efficiency

Declension

[edit]
Declension of αποδοτικότητα
singular plural
nominative αποδοτικότητα (apodotikótita) αποδοτικότητες (apodotikótites)
genitive αποδοτικότητας (apodotikótitas) αποδοτικοτήτων (apodotikotíton)
accusative αποδοτικότητα (apodotikótita) αποδοτικότητες (apodotikótites)
vocative αποδοτικότητα (apodotikótita) αποδοτικότητες (apodotikótites)
[edit]

Further reading

[edit]