αποδοτικότητα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]αποδοτικός (apodotikós, “efficient, productive”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun
[edit]αποδοτικότητα • (apodotikótita) f (plural αποδοτικότητες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποδοτικότητα (apodotikótita) | αποδοτικότητες (apodotikótites) |
genitive | αποδοτικότητας (apodotikótitas) | αποδοτικοτήτων (apodotikotíton) |
accusative | αποδοτικότητα (apodotikótita) | αποδοτικότητες (apodotikótites) |
vocative | αποδοτικότητα (apodotikótita) | αποδοτικότητες (apodotikótites) |
Related terms
[edit]- see: απόδοση f (apódosi)
Further reading
[edit]- αποδοτικότητα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el