Jump to content

αποδοτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποδοτικός (apodotikósm (feminine αποδοτική, neuter αποδοτικό)

  1. productive, efficient, profitable

Declension

[edit]
Declension of αποδοτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδοτικος (apodotikos) αποδοτικη (apodotiki) αποδοτικο (apodotiko) αποδοτικοι (apodotikoi) αποδοτικες (apodotikes) αποδοτικα (apodotika)
genitive αποδοτικου (apodotikou) αποδοτικης (apodotikis) αποδοτικου (apodotikou) αποδοτικων (apodotikon) αποδοτικων (apodotikon) αποδοτικων (apodotikon)
accusative αποδοτικο (apodotiko) αποδοτικη (apodotiki) αποδοτικο (apodotiko) αποδοτικους (apodotikous) αποδοτικες (apodotikes) αποδοτικα (apodotika)
vocative αποδοτικε (apodotike) αποδοτικη (apodotiki) αποδοτικο (apodotiko) αποδοτικοι (apodotikoi) αποδοτικες (apodotikes) αποδοτικα (apodotika)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποδοτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποδοτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποδοτικότερος (apodotikóteros) αποδοτικότερη (apodotikóteri) αποδοτικότερο (apodotikótero) αποδοτικότεροι (apodotikóteroi) αποδοτικότερες (apodotikóteres) αποδοτικότερα (apodotikótera)
genitive αποδοτικότερου (apodotikóterou) αποδοτικότερης (apodotikóteris) αποδοτικότερου (apodotikóterou) αποδοτικότερων (apodotikóteron) αποδοτικότερων (apodotikóteron) αποδοτικότερων (apodotikóteron)
accusative αποδοτικότερο (apodotikótero) αποδοτικότερη (apodotikóteri) αποδοτικότερο (apodotikótero) αποδοτικότερους (apodotikóterous) αποδοτικότερες (apodotikóteres) αποδοτικότερα (apodotikótera)
vocative αποδοτικότερε (apodotikótere) αποδοτικότερη (apodotikóteri) αποδοτικότερο (apodotikótero) αποδοτικότεροι (apodotikóteroi) αποδοτικότερες (apodotikóteres) αποδοτικότερα (apodotikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αποδοτικότερος", etc)

[edit]