αποδιοργανώθηκα
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποδιοργανώθηκα • (apodiorganóthika)
- first-person singular simple past passive of αποδιοργανώνομαι (apodiorganónomai), the passive of αποδιοργανώνω (apodiorganóno)
αποδιοργανώθηκα • (apodiorganóthika)