Jump to content

αποδιοργανώνομαι

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Verb

[edit]

αποδιοργανώνομαι (apodiorganónomai) passive (past αποδιοργανώθηκα, ppp αποδιοργανωμένος, active αποδιοργανώνω)

  1. passive of αποδιοργανώνω (apodiorganóno)

Conjugation

[edit]
for this verb's full conjugation see the active form