Jump to content

απογιοματινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απογιοματινός (apogiomatinósm (feminine απογιοματινή, neuter απογιοματινό)

  1. Alternative form of απογευματινός (apogevmatinós)

Declension

[edit]
Declension of απογιοματινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απογιοματινός (apogiomatinós) απογιοματινή (apogiomatiní) απογιοματινό (apogiomatinó) απογιοματινοί (apogiomatinoí) απογιοματινές (apogiomatinés) απογιοματινά (apogiomatiná)
genitive απογιοματινού (apogiomatinoú) απογιοματινής (apogiomatinís) απογιοματινού (apogiomatinoú) απογιοματινών (apogiomatinón) απογιοματινών (apogiomatinón) απογιοματινών (apogiomatinón)
accusative απογιοματινό (apogiomatinó) απογιοματινή (apogiomatiní) απογιοματινό (apogiomatinó) απογιοματινούς (apogiomatinoús) απογιοματινές (apogiomatinés) απογιοματινά (apogiomatiná)
vocative απογιοματινέ (apogiomatiné) απογιοματινή (apogiomatiní) απογιοματινό (apogiomatinó) απογιοματινοί (apogiomatinoí) απογιοματινές (apogiomatinés) απογιοματινά (apogiomatiná)