απογευματινός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- απογεματινός (apogematinós)
- απογιοματινός (apogiomatinós)
Etymology
[edit]Inherited from Byzantine Greek. By surface analysis, απογευματ- (stem of απόγευμα (apógevma)) + -ινός (-inós).[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]απογευματινός • (apogevmatinós) m (feminine απογευματινή, neuter απογευματινό)
- afternoon (work, class, shift, etc)
- απογευματινή παράσταση ― apogevmatiní parástasi ― matinée, afternoon performance
- απογευματινός ύπνος ― apogevmatinós ýpnos ― siesta, afternoon sleep
- evening (newspaper edition)
Declension
[edit]Declension of απογευματινός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απογευματινός • | απογευματινή • | απογευματινό • | απογευματινοί • | απογευματινές • | απογευματινά • |
genitive | απογευματινού • | απογευματινής • | απογευματινού • | απογευματινών • | απογευματινών • | απογευματινών • |
accusative | απογευματινό • | απογευματινή • | απογευματινό • | απογευματινούς • | απογευματινές • | απογευματινά • |
vocative | απογευματινέ • | απογευματινή • | απογευματινό • | απογευματινοί • | απογευματινές • | απογευματινά • |
Related terms
[edit]- απόγευμα n (apógevma, “afternoon”)
References
[edit]- ^ απογευματινός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language