Jump to content

αποβιβαστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποβιβαστικός (apovivastikósm (feminine αποβιβαστική, neuter αποβιβαστικό)

  1. disembarkation

Declension

[edit]
Declension of αποβιβαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποβιβαστικός (apovivastikós) αποβιβαστική (apovivastikí) αποβιβαστικό (apovivastikó) αποβιβαστικοί (apovivastikoí) αποβιβαστικές (apovivastikés) αποβιβαστικά (apovivastiká)
genitive αποβιβαστικού (apovivastikoú) αποβιβαστικής (apovivastikís) αποβιβαστικού (apovivastikoú) αποβιβαστικών (apovivastikón) αποβιβαστικών (apovivastikón) αποβιβαστικών (apovivastikón)
accusative αποβιβαστικό (apovivastikó) αποβιβαστική (apovivastikí) αποβιβαστικό (apovivastikó) αποβιβαστικούς (apovivastikoús) αποβιβαστικές (apovivastikés) αποβιβαστικά (apovivastiká)
vocative αποβιβαστικέ (apovivastiké) αποβιβαστική (apovivastikí) αποβιβαστικό (apovivastikó) αποβιβαστικοί (apovivastikoí) αποβιβαστικές (apovivastikés) αποβιβαστικά (apovivastiká)
[edit]