απλούστατος
Appearance
See also: ἁπλούστατος
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]απλούστατος • (aploústatos) feminine απλούστατη (aploústati), neuter απλούστατο (aploústato)
- absolute superlative degree of απλός (aplós): simplest, dead simple
- (both formal and informal)
- Η λύση του προβλήματος ήταν απλούστατη και οι μαθητές δεν δυσκολεύθηκαν.
- I lýsi tou provlímatos ítan aploústati kai oi mathités den dyskoléfthikan.
- The problem's solution was highly simple and the students had no difficulty with it.
- Το πρόβλημα των μαθηματικών ήταν απλούστατο! Πανεύκολο! Το έλυσα αμέσως.
- To próvlima ton mathimatikón ítan aploústato! Panéfkolo! To élysa amésos.
- The math problem was very simple! Dead easy! I solved it immediately.
Synonyms
[edit]- ευκολότατος (efkolótatos, “easiest”, superlative of εύκολος (éfkolos))
- πανεύκολος (panéfkolos, “dead easy”)
Antonyms
[edit]- συνθετότατος (synthetótatos, “rare superlative of σύνθετος (sýnthetos)”)
- (more common) πολύ σύνθετος (polý sýnthetos), πολυσύνθετος (polysýnthetos)
Derived terms
[edit]- απλούστατα (aploústata, adverb)