Jump to content

απλοικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απλοικότητα (aploikótitaf (plural απλοικότητες)

  1. Alternative form of απλοϊκότητα (aploïkótita)

Declension

[edit]
singular plural
nominative απλοικότητα (aploikótita) απλοικότητες (aploikótites)
genitive απλοικότητας (aploikótitas) απλοικοτήτων (aploikotíton)
accusative απλοικότητα (aploikótita) απλοικότητες (aploikótites)
vocative απλοικότητα (aploikótita) απλοικότητες (aploikótites)
[edit]