Jump to content

απλοικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απλοικός (aploikósm (feminine απλοική, neuter απλοικό)

  1. Alternative form of απλοϊκός (aploïkós)

Declension

[edit]
Declension of απλοικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απλοικός (aploikós) απλοική (aploikí) απλοικό (aploikó) απλοικοί (aploikoí) απλοικές (aploikés) απλοικά (aploiká)
genitive απλοικού (aploikoú) απλοικής (aploikís) απλοικού (aploikoú) απλοικών (aploikón) απλοικών (aploikón) απλοικών (aploikón)
accusative απλοικό (aploikó) απλοική (aploikí) απλοικό (aploikó) απλοικούς (aploikoús) απλοικές (aploikés) απλοικά (aploiká)
vocative απλοικέ (aploiké) απλοική (aploikí) απλοικό (aploikó) απλοικοί (aploikoí) απλοικές (aploikés) απλοικά (aploiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απλοικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απλοικός, etc.)

[edit]