IPA (key ) : /a.piˈsxne.no/
Hyphenation: α‧πι‧σχναί‧νω
απισχναίνω • (apischnaíno ) (past απίσχνανα , passive απισχναίνομαι , p‑past απισχνάνθηκα , ppp απισχνασμένος )
to emaciate , make thin or skinny
Synonyms: αδυνατίζω ( adynatízo ) , ισχναίνω ( ischnaíno )
Antonym: παχαίνω ( pachaíno )
to reduce
Synonym: αδυνατίζω ( adynatízo )
Antonym: ενισχύω ( enischýo )
απισχναίνω απισχναίνομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
απισχναίνω
απισχνάνω
απισχναίνομαι
απισχνανθώ
2 sg
απισχναίνεις
απισχνάνεις
απισχναίνεσαι
απισχνανθείς
3 sg
απισχναίνει
απισχνάνει
απισχναίνεται
απισχνανθεί
1 pl
απισχναίνουμε , [‑ομε ]
απισχνάνουμε , [‑ομε ]
απισχναινόμαστε
απισχνανθούμε
2 pl
απισχναίνετε
απισχνάνετε
απισχναίνεστε , απισχναινόσαστε
απισχνανθείτε
3 pl
απισχναίνουν (ε )
απισχνάνουν (ε )
απισχναίνονται
απισχνανθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
απίσχναινα
απίσχνανα
απισχναινόμουν (α )
απισχνάνθηκα
2 sg
απίσχναινες
απίσχνανες
απισχναινόσουν (α )
απισχνάνθηκες
3 sg
απίσχναινε
απίσχνανε
απισχναινόταν (ε )
απισχνάνθηκε
1 pl
απισχναίναμε
απισχνάναμε
απισχναινόμασταν , (‑όμαστε )
απισχνανθήκαμε
2 pl
απισχναίνατε
απισχνάνατε
απισχναινόσασταν , (‑όσαστε )
απισχνανθήκατε
3 pl
απίσχναιναν , απισχναίναν (ε )
απίσχναναν , απισχνάναν (ε )
απισχναίνονταν , (απισχναινόντουσαν )
απισχνάνθηκαν , απισχνανθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα απισχναίνω ➤
θα απισχνάνω ➤
θα απισχναίνομαι ➤
θα απισχνανθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα απισχναίνεις , …
θα απισχνάνεις , …
θα απισχναίνεσαι , …
θα απισχνανθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … απισχνάνει
έχω, έχεις, … απισχνανθεί είμαι , είσαι , … απισχνασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … απισχνάνει
είχα, είχες, … απισχνανθεί ήμουν , ήσουν , … απισχνασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … απισχνάνει
θα έχω, θα έχεις, … απισχνανθεί θα είμαι, θα είσαι, … απισχνασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
απίσχναινε
απίσχνανε
—
(απισχνάνσου )
2 pl
απισχναίνετε
απισχνάνετε
απισχναίνεστε
απισχνανθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
απισχναίνοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας απισχνάνει ➤
απισχνασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
απισχνάνει
απισχνανθεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
and see: ισχνός ( ischnós , “ thin ” )