Jump to content

ισχνός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἰσχνός (iskhnós).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /is.ˈxnos/
  • Hyphenation: ι‧σχνός

Adjective

[edit]

ισχνός (ischnósm (feminine ισχνή, neuter ισχνό)

  1. meager
  2. paltry
  3. tenuous (lacking importance)

Declension

[edit]
Declension of ισχνός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισχνός (ischnós) ισχνή (ischní) ισχνό (ischnó) ισχνοί (ischnoí) ισχνές (ischnés) ισχνά (ischná)
genitive ισχνού (ischnoú) ισχνής (ischnís) ισχνού (ischnoú) ισχνών (ischnón) ισχνών (ischnón) ισχνών (ischnón)
accusative ισχνό (ischnó) ισχνή (ischní) ισχνό (ischnó) ισχνούς (ischnoús) ισχνές (ischnés) ισχνά (ischná)
vocative ισχνέ (ischné) ισχνή (ischní) ισχνό (ischnó) ισχνοί (ischnoí) ισχνές (ischnés) ισχνά (ischná)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ισχνός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ισχνός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισχνότερος (ischnóteros) ισχνότερη (ischnóteri) ισχνότερο (ischnótero) ισχνότεροι (ischnóteroi) ισχνότερες (ischnóteres) ισχνότερα (ischnótera)
genitive ισχνότερου (ischnóterou) ισχνότερης (ischnóteris) ισχνότερου (ischnóterou) ισχνότερων (ischnóteron) ισχνότερων (ischnóteron) ισχνότερων (ischnóteron)
accusative ισχνότερο (ischnótero) ισχνότερη (ischnóteri) ισχνότερο (ischnótero) ισχνότερους (ischnóterous) ισχνότερες (ischnóteres) ισχνότερα (ischnótera)
vocative ισχνότερε (ischnótere) ισχνότερη (ischnóteri) ισχνότερο (ischnótero) ισχνότεροι (ischnóteroi) ισχνότερες (ischnóteres) ισχνότερα (ischnótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ισχνότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ισχνότατος (ischnótatos) ισχνότατη (ischnótati) ισχνότατο (ischnótato) ισχνότατοι (ischnótatoi) ισχνότατες (ischnótates) ισχνότατα (ischnótata)
genitive ισχνότατου (ischnótatou) ισχνότατης (ischnótatis) ισχνότατου (ischnótatou) ισχνότατων (ischnótaton) ισχνότατων (ischnótaton) ισχνότατων (ischnótaton)
accusative ισχνότατο (ischnótato) ισχνότατη (ischnótati) ισχνότατο (ischnótato) ισχνότατους (ischnótatous) ισχνότατες (ischnótates) ισχνότατα (ischnótata)
vocative ισχνότατε (ischnótate) ισχνότατη (ischnótati) ισχνότατο (ischnótato) ισχνότατοι (ischnótatoi) ισχνότατες (ischnótates) ισχνότατα (ischnótata)