απεριποίητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]απεριποίητος • (aperipoíitos) m (feminine απεριποίητη, neuter απεριποίητο)
- neglected, uncared-for, untended
- unkempt, untidy
- Synonym: ατημέλητος (atimélitos)
- Antonym: περιποιημένος (peripoiiménos)
Declension
[edit]Declension of απεριποίητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεριποίητος • | απεριποίητη • | απεριποίητο • | απεριποίητοι • | απεριποίητες • | απεριποίητα • |
genitive | απεριποίητου • | απεριποίητης • | απεριποίητου • | απεριποίητων • | απεριποίητων • | απεριποίητων • |
accusative | απεριποίητο • | απεριποίητη • | απεριποίητο • | απεριποίητους • | απεριποίητες • | απεριποίητα • |
vocative | απεριποίητε • | απεριποίητη • | απεριποίητο • | απεριποίητοι • | απεριποίητες • | απεριποίητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απεριποίητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απεριποίητος, etc.) |
Related terms
[edit]- see: περιποιούμαι (peripoioúmai, “take care of”)