Jump to content

απεριποίητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /a.pe.ɾiˈpi.i.tos/
  • Hyphenation: α‧πε‧ρι‧ποί‧η‧τος

Adjective

[edit]

απεριποίητος (aperipoíitosm (feminine απεριποίητη, neuter απεριποίητο)

  1. neglected, uncared-for, untended
  2. unkempt, untidy
    Synonym: ατημέλητος (atimélitos)
    Antonym: περιποιημένος (peripoiiménos)

Declension

[edit]
Declension of απεριποίητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απεριποίητος (aperipoíitos) απεριποίητη (aperipoíiti) απεριποίητο (aperipoíito) απεριποίητοι (aperipoíitoi) απεριποίητες (aperipoíites) απεριποίητα (aperipoíita)
genitive απεριποίητου (aperipoíitou) απεριποίητης (aperipoíitis) απεριποίητου (aperipoíitou) απεριποίητων (aperipoíiton) απεριποίητων (aperipoíiton) απεριποίητων (aperipoíiton)
accusative απεριποίητο (aperipoíito) απεριποίητη (aperipoíiti) απεριποίητο (aperipoíito) απεριποίητους (aperipoíitous) απεριποίητες (aperipoíites) απεριποίητα (aperipoíita)
vocative απεριποίητε (aperipoíite) απεριποίητη (aperipoíiti) απεριποίητο (aperipoíito) απεριποίητοι (aperipoíitoi) απεριποίητες (aperipoíites) απεριποίητα (aperipoíita)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απεριποίητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απεριποίητος, etc.)

[edit]