περιποιούμαι
Jump to navigation
Jump to search
See also: περιποιοῦμαι
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]περιποιούμαι • (peripoioúmai) deponent (imperfect περιποιούμουν/περιποιόμουν, past περιποιήθηκα, ppp περιποιημένος) (rare active περιποιώ (peripoió)
- to entertain, tend, look after, take care of
Conjugation
[edit]περιποιούμαι
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | περιποιούμαι | περιποιηθώ |
2 sg | περιποιείσαι | περιποιηθείς |
3 sg | περιποιείται | περιποιηθεί |
1 pl | περιποιούμαστε, περιποιόμαστε | περιποιηθούμε |
2 pl | περιποιείστε, (περιποιόσαστε) | περιποιηθείτε |
3 pl | περιποιούνται | περιποιηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | περιποιούμουν(α), περιποιόμουν(α) | περιποιήθηκα |
2 sg | [περιποιούσουν(α)], περιποιόσουν(α) | περιποιήθηκες |
3 sg | περιποιούνταν, περιποιόταν(ε), {περιποιείτο} | περιποιήθηκε |
1 pl | περιποιούμασταν, (‑ούμαστε), περιποιόμασταν, (‑όμαστε) | περιποιηθήκαμε |
2 pl | [περιποιούσασταν, (‑ούσαστε)], περιποιόσασταν, (‑όσαστε) | περιποιηθήκατε |
3 pl | περιποιούνταν, περιποιόνταν(ε), (περιποιόντουσαν), {περιποιούντο} | περιποιήθηκαν, περιποιηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα περιποιούμαι ➤ | θα περιποιηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα περιποιείσαι, … | θα περιποιηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … περιποιηθεί είμαι, είσαι, … περιποιημένος, ‑η, ‑ο | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … περιποιηθεί ήμουν, ήσουν, … περιποιημένος , ‑η, ‑ο | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … περιποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … περιποιημένος , ‑η, ‑ο | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | περιποιήσου |
2 pl | περιποιείστε | περιποιηθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | περιποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Perfect participle ➤ | περιποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | |
Nonfinite form ➤ | περιποιηθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
[edit]- απεριποίητος (aperipoíitos, “untidy, neglected”)
- περιποιημένος (peripoiiménos, “tidy, neat”, participle)
- περιποίηση f (peripoíisi, “care, treatment”)
- περιποιητικός (peripoiitikós, “caring”)
- περιποιώ (peripoió)