απεραντοσύνη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απεραντοσύνη • (aperantosýni) f (uncountable)
Declension
[edit] απεραντοσύνη
case \ number | singular |
---|---|
nominative | απεραντοσύνη • |
genitive | απεραντοσύνης • |
accusative | απεραντοσύνη • |
vocative | απεραντοσύνη • |
Related terms
[edit]- and see: απέραντος (apérantos, “vast”)
- απεραντολογία (aperantología, “verbosity, wordiness, prolixity”)