Jump to content

απελευθερώτρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απελευθερώτρια (apeleftherótriaf (plural απελευθερώτριες, masculine απελευθερωτής)

  1. liberator

Declension

[edit]
Declension of απελευθερώτρια
singular plural
nominative απελευθερώτρια (apeleftherótria) απελευθερώτριες (apeleftherótries)
genitive απελευθερώτριας (apeleftherótrias) απελευθερωτριών (apeleftherotrión)
accusative απελευθερώτρια (apeleftherótria) απελευθερώτριες (apeleftherótries)
vocative απελευθερώτρια (apeleftherótria) απελευθερώτριες (apeleftherótries)
[edit]