απελευθερωτής
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απελευθερωτής • (apeleftherotís) m (plural απελευθερωτές, feminine απελευθερώτρια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απελευθερωτής (apeleftherotís) | απελευθερωτές (apeleftherotés) |
genitive | απελευθερωτή (apeleftherotí) | απελευθερωτών (apeleftherotón) |
accusative | απελευθερωτή (apeleftherotí) | απελευθερωτές (apeleftherotés) |
vocative | απελευθερωτή (apeleftherotí) | απελευθερωτές (apeleftherotés) |
Related terms
[edit]- see: απελευθέρωση f (apelefthérosi, “liberation”)