Jump to content

απεικονιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

απεικονιστικός (apeikonistikósm (feminine απεικονιστική, neuter απεικονιστικό)

  1. representative. representational
    Synonym: εικαστικός (eikastikós)

Declension

[edit]
Declension of απεικονιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απεικονιστικός (apeikonistikós) απεικονιστική (apeikonistikí) απεικονιστικό (apeikonistikó) απεικονιστικοί (apeikonistikoí) απεικονιστικές (apeikonistikés) απεικονιστικά (apeikonistiká)
genitive απεικονιστικού (apeikonistikoú) απεικονιστικής (apeikonistikís) απεικονιστικού (apeikonistikoú) απεικονιστικών (apeikonistikón) απεικονιστικών (apeikonistikón) απεικονιστικών (apeikonistikón)
accusative απεικονιστικό (apeikonistikó) απεικονιστική (apeikonistikí) απεικονιστικό (apeikonistikó) απεικονιστικούς (apeikonistikoús) απεικονιστικές (apeikonistikés) απεικονιστικά (apeikonistiká)
vocative απεικονιστικέ (apeikonistiké) απεικονιστική (apeikonistikí) απεικονιστικό (apeikonistikó) απεικονιστικοί (apeikonistikoí) απεικονιστικές (apeikonistikés) απεικονιστικά (apeikonistiká)
[edit]