Jump to content

απαρχή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απαρχή (aparchíf (plural απαρχές)

  1. beginning, origin
  2. (figurative) threshold

Declension

[edit]
Declension of απαρχή
singular plural
nominative απαρχή (aparchí) απαρχές (aparchés)
genitive απαρχής (aparchís) απαρχών (aparchón)
accusative απαρχή (aparchí) απαρχές (aparchés)
vocative απαρχή (aparchí) απαρχές (aparchés)
[edit]
  • see: αρχή f (archí, origin, beginning)