Jump to content

απαρρησίαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Koine Greek ἀπαρρησίαστος (aparrhēsíastos).

Adjective

[edit]

απαρρησίαστος (aparrisíastosm (feminine απαρρησίαστή, neuter απαρρησίαστο)

  1. of restricted speach, laconic
    Synonym: λακωνικός (lakonikós)
  2. deprived of freedom of speech

Declension

[edit]
Declension of απαρρησίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαρρησίαστος (aparrisíastos) απαρρησίαστη (aparrisíasti) απαρρησίαστο (aparrisíasto) απαρρησίαστοι (aparrisíastoi) απαρρησίαστες (aparrisíastes) απαρρησίαστα (aparrisíasta)
genitive απαρρησίαστου (aparrisíastou) απαρρησίαστης (aparrisíastis) απαρρησίαστου (aparrisíastou) απαρρησίαστων (aparrisíaston) απαρρησίαστων (aparrisíaston) απαρρησίαστων (aparrisíaston)
accusative απαρρησίαστο (aparrisíasto) απαρρησίαστη (aparrisíasti) απαρρησίαστο (aparrisíasto) απαρρησίαστους (aparrisíastous) απαρρησίαστες (aparrisíastes) απαρρησίαστα (aparrisíasta)
vocative απαρρησίαστε (aparrisíaste) απαρρησίαστη (aparrisíasti) απαρρησίαστο (aparrisíasto) απαρρησίαστοι (aparrisíastoi) απαρρησίαστες (aparrisíastes) απαρρησίαστα (aparrisíasta)