απαλλαχτικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απαλλαχτικός (apallachtikósm (feminine απαλλαχτική, neuter απαλλαχτικό)

  1. Alternative form of απαλλακτικός (apallaktikós)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαλλαχτικός (apallachtikós) απαλλαχτική (apallachtikí) απαλλαχτικό (apallachtikó) απαλλαχτικοί (apallachtikoí) απαλλαχτικές (apallachtikés) απαλλαχτικά (apallachtiká)
genitive απαλλαχτικού (apallachtikoú) απαλλαχτικής (apallachtikís) απαλλαχτικού (apallachtikoú) απαλλαχτικών (apallachtikón) απαλλαχτικών (apallachtikón) απαλλαχτικών (apallachtikón)
accusative απαλλαχτικό (apallachtikó) απαλλαχτική (apallachtikí) απαλλαχτικό (apallachtikó) απαλλαχτικούς (apallachtikoús) απαλλαχτικές (apallachtikés) απαλλαχτικά (apallachtiká)
vocative απαλλαχτικέ (apallachtiké) απαλλαχτική (apallachtikí) απαλλαχτικό (apallachtikó) απαλλαχτικοί (apallachtikoí) απαλλαχτικές (apallachtikés) απαλλαχτικά (apallachtiká)