Jump to content

απαλλακτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Adjective

[edit]

απαλλακτικός (apallaktikósm (feminine απαλλακτική, neuter απαλλακτικό)

  1. not guilty, exonerating, exonerative

Declension

[edit]
Declension of απαλλακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαλλακτικός (apallaktikós) απαλλακτική (apallaktikí) απαλλακτικό (apallaktikó) απαλλακτικοί (apallaktikoí) απαλλακτικές (apallaktikés) απαλλακτικά (apallaktiká)
genitive απαλλακτικού (apallaktikoú) απαλλακτικής (apallaktikís) απαλλακτικού (apallaktikoú) απαλλακτικών (apallaktikón) απαλλακτικών (apallaktikón) απαλλακτικών (apallaktikón)
accusative απαλλακτικό (apallaktikó) απαλλακτική (apallaktikí) απαλλακτικό (apallaktikó) απαλλακτικούς (apallaktikoús) απαλλακτικές (apallaktikés) απαλλακτικά (apallaktiká)
vocative απαλλακτικέ (apallaktiké) απαλλακτική (apallaktikí) απαλλακτικό (apallaktikó) απαλλακτικοί (apallaktikoí) απαλλακτικές (apallaktikés) απαλλακτικά (apallaktiká)
[edit]