απαλλακτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- απαλλαχτικός (apallachtikós)
Adjective
[edit]απαλλακτικός • (apallaktikós) m (feminine απαλλακτική, neuter απαλλακτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαλλακτικός (apallaktikós) | απαλλακτική (apallaktikí) | απαλλακτικό (apallaktikó) | απαλλακτικοί (apallaktikoí) | απαλλακτικές (apallaktikés) | απαλλακτικά (apallaktiká) | |
genitive | απαλλακτικού (apallaktikoú) | απαλλακτικής (apallaktikís) | απαλλακτικού (apallaktikoú) | απαλλακτικών (apallaktikón) | απαλλακτικών (apallaktikón) | απαλλακτικών (apallaktikón) | |
accusative | απαλλακτικό (apallaktikó) | απαλλακτική (apallaktikí) | απαλλακτικό (apallaktikó) | απαλλακτικούς (apallaktikoús) | απαλλακτικές (apallaktikés) | απαλλακτικά (apallaktiká) | |
vocative | απαλλακτικέ (apallaktiké) | απαλλακτική (apallaktikí) | απαλλακτικό (apallaktikó) | απαλλακτικοί (apallaktikoí) | απαλλακτικές (apallaktikés) | απαλλακτικά (apallaktiká) |
Related terms
[edit]- see: απαλλαγή f (apallagí, “exemption, acquittal”)