απαιτητικότητα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απαιτητικότητα • (apaititikótita) f (uncountable)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απαιτητικότητα (apaititikótita) | απαιτητικότητες (apaititikótites) |
genitive | απαιτητικότητας (apaititikótitas) | απαιτητικοτήτων (apaititikotíton) |
accusative | απαιτητικότητα (apaititikótita) | απαιτητικότητες (apaititikótites) |
vocative | απαιτητικότητα (apaititikótita) | απαιτητικότητες (apaititikótites) |
Related terms
[edit]- απαιτητικός (apaititikós, “demanding”)
- and see: απαιτώ (apaitó, “to demand”)