απαιτητικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απαιτητικός (apaititikósm (feminine απαιτητική, neuter απαιτητικό)

  1. demanding, exacting
  2. (substantively) a persistant demander

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαιτητικός (apaititikós) απαιτητική (apaititikí) απαιτητικό (apaititikó) απαιτητικοί (apaititikoí) απαιτητικές (apaititikés) απαιτητικά (apaititiká)
genitive απαιτητικού (apaititikoú) απαιτητικής (apaititikís) απαιτητικού (apaititikoú) απαιτητικών (apaititikón) απαιτητικών (apaititikón) απαιτητικών (apaititikón)
accusative απαιτητικό (apaititikó) απαιτητική (apaititikí) απαιτητικό (apaititikó) απαιτητικούς (apaititikoús) απαιτητικές (apaititikés) απαιτητικά (apaititiká)
vocative απαιτητικέ (apaititiké) απαιτητική (apaititikí) απαιτητικό (apaititikó) απαιτητικοί (apaititikoí) απαιτητικές (apaititikés) απαιτητικά (apaititiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαιτητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαιτητικός, etc.)

[edit]