Jump to content

απαισιόδοξος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απαισιόδοξος (apaisiódoxosm (feminine απαισιόδοξη, neuter απαισιόδοξο)

  1. pessimistic
    Synonym: πεσιμιστής (pesimistís)
    Antonyms: αισιόδοξος (aisiódoxos), οπτιμιστής (optimistís)
    Είμαι γενικά απαισιόδοξος.Eímai geniká apaisiódoxos.I am generally pessimistic.
  2. (substantively) pessimist

Declension

[edit]
Declension of απαισιόδοξος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαισιόδοξος (apaisiódoxos) απαισιόδοξη (apaisiódoxi) απαισιόδοξο (apaisiódoxo) απαισιόδοξοι (apaisiódoxoi) απαισιόδοξες (apaisiódoxes) απαισιόδοξα (apaisiódoxa)
genitive απαισιόδοξου (apaisiódoxou) απαισιόδοξης (apaisiódoxis) απαισιόδοξου (apaisiódoxou) απαισιόδοξων (apaisiódoxon) απαισιόδοξων (apaisiódoxon) απαισιόδοξων (apaisiódoxon)
accusative απαισιόδοξο (apaisiódoxo) απαισιόδοξη (apaisiódoxi) απαισιόδοξο (apaisiódoxo) απαισιόδοξους (apaisiódoxous) απαισιόδοξες (apaisiódoxes) απαισιόδοξα (apaisiódoxa)
vocative απαισιόδοξε (apaisiódoxe) απαισιόδοξη (apaisiódoxi) απαισιόδοξο (apaisiódoxo) απαισιόδοξοι (apaisiódoxoi) απαισιόδοξες (apaisiódoxes) απαισιόδοξα (apaisiódoxa)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαισιόδοξος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαισιόδοξος, etc.)

[edit]